- πολυχρύσους
- πολυχρύ̱σους , πολύχρυσοςrich in goldmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύχρυσος — η, ο / πολύχρυσος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ. και τόπους, πόλεις, οικήματα) αυτός που έχει πολύ χρυσό, πολύ πλούτο, βαθύπλουτος (α. «παλάτια πολύχρυσα», Ζερβ. β. «Κροῑσος πολυχρυσότατος», Πιττ. γ. «Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾱν», Σοφ.) 2. (το θηλ. ως… … Dictionary of Greek